Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνεστραμμένα ξύλα

См. также в других словарях:

  • συστρέφω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [στρέφω] στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του, τό στρίβω αρχ. 1. (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον», Πλάτ.) 2. στρέφω κάτι απότομα 3. ενώνω, συνάπτω, συνδέω 4. συνάγω,… …   Dictionary of Greek

  • ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγας — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. βασανιστήριο, κατά το οποίο τα πόδια τού βασανιζόμενου δένονται ανάμεσα σε δύο ξύλα και δέχονται στα πέλματα χτυπήματα με ράβδο ή άλλο σκληρό αντικείμενο 2. το όργανο που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή τού βασανιστηρίου αυτού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»