-
1 συστρέφω
A twist up, roll up, of a whirlwind,μή σ' ἀναρπάσῃ.. συστρέψας ἄφνω A.Fr. 195
, cf. Ar.Lys. 975, Th.61;φρυγάνων πλῆθος Act.Ap.28.3
; (ii/iii A.D.); of animals, gather themselves together, in preparing to spring,σ. ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον Pl.R. 336b
; σ. τὸν αὐχένα, of one struggling to get loose, Eup.339; τὰ ὄμματα διὰ κενῆς, ὡς εἴ τι βλέπων, ξυνέστρεφε screwed up his eyes, Hp.Epid.7.83; συστρέψαι ἑαυτούς, of dolphins, Arist.HA 631a27; [τὸ χόριον] σ. περὶ αὑτὸ τὴν ὑστέραν Sor.1.71
:— [voice] Pass., εἰ τὸ χόριον εἰς αὑτὸ συνεστραμμένον εἴη ib.73; συνεστραμμένη χείρ clenched fist, ib. 102; of a whirlwind, Men.536.4; of the moon, dub. sens. in Palchus in Cat.Cod.Astr.8(1).250.II of soldiers, σ. ἑωυτούς form in a compact body, for attack or defence, collect themselves, rally, Hdt.9.18; σ. εἰς ταὐτό (sc. τὰς ἵππους) Arist.HA 572b14: freq. in [voice] Pass., συστραφέντες in a body, Hdt.4.136, 6.6, cf.40;συστρεφόμενοι Id.9.62
, Th.7.30; ; ὅσον.. ἦν ξυνεστραμμένον ibid.; they were formed in a mass50
deep, X.HG6.4.12; so of bees, fishes, Arist. HA 629a19, 621a16.2 of soldiers, also, συστρέφειν ἐπὶ δόρυ wheel them to the right, v.l. in X.Lac.13.6; so prob. σ. τὸν ἵππον turn him sharply, Plu.Pyrrh.16;σ. τὴν ὄψιν Satyr.3
.III form into an organized whole, unite,τὸ Μηδικὸν ἔθνος Hdt.1.101
;τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Arist.Pol. 1304b23
:—[voice] Pass., club together, conspire, Th.4.68, 8.54;ἐπ' ἐμὲ συστραφέντες ἥκουσι Aeschin.2.178
, cf. LXX 4 Ki.10.9:—in [voice] Act., ib.3 Ki.16.9.IV [voice] Pass., collect, gather,σ. αἷμα ἐς.. Hp.Aph.5.40
;νιφετοῦ συστραφέντος Arist.Mu. 394b2
; of humours, gather, come to a head,φύματος συστραφέντος Hp.Prog.23
; of gravel collecting in the bladder, Id.Aër.9.V make the hair curl, Theodect.17.3:—[voice] Pass., συνεστραμμένα ξύλα knotted, gnarled, Thphr.HP3.11.2;σ. ῥίζα Id.CP1.3.3
;κιττὸς συνεστραμμένος ταῖς ῥίζαις Id.HP3.18.9
.VI condense, congeal, harden,τὸ ψυχρὸν συστρέφον καὶ συσφίγγον Ath.2.41b
; of condensing fluids by heat,ἐν ἡλίῳ Dsc.3.7
([voice] Act. and [voice] Pass.), cf. Gal.12.834, Aët.7.91; τὰ γυμνάσια τὰς σάρκας ς. Antyll. ap. Orib.6.10.15:—[voice] Pass., to be condensed, acquire substance or consistency, ἀφρὸς ς. Arist.HA 569b18; esp. in [tense] pf. part. [voice] Pass., σπέρμα ξηρὸν καὶ συνεστραμμένον ib. 523a24; νέφος ἐστὶ πάχος ἀτμῶδες ς. Id.Mu. 394a27; πῦρ ς. concentrated, Epicur.Ep.1p.28U.; compact,σ. τὸ εὐπαγές Phld.Po.Herc.994.34
; σωμάτιον ς. Arr.Epict. 1.24.8; συστρέφεσθαι καὶ ἀπεψῦχθαι, of an infant, Sor.1.108; γάλα μελιτοειδῶς συστραφέν ib.91.VII of sentences, narratives, and the like , bring into a close form, compress,ἐὰν μὴ συστρέφῃ τὰ πράγματα Cratin.85
; ἐνθυμήματα ς. Arist.Rh. 1419a19; σ. τὰ νοήματα, τὸν νοῦν ἐν ὀλίγοις ὀνόμασι, D.H.Isoc.11, Pomp.2.5: abs., συστρέψας γράφει writes briefly, curtly, Aeschin.3.100;σ. εἰπεῖν τὸ πρᾶγμα D.H. Lys.24
:—freq. in [voice] Pass., ῥῆμα βραχὺ καὶ συνεστραμμένον a short and pithy saying, of the Spartans, Pl.Prt. 342e; λέξις συνεστραμμένη, opp. διῃρημένη, D.H.Rh.5.7;ἡ Ἀττικὴ γλῶσσα σ. τι ἔχει Demetr. Eloc. 177
;συνέστραπται τοῖς νοήμασι D.H.Lys.5
. cf. Dem.19.b also, speak or write in an involved style, twist one's words, Antiph.52.17, 217.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστρέφω
-
2 οὖλος
------------------------------------A woolly, of thick, fleecy wool,τάπητες Il.16.224
;χλαῖναι Od.4.50
, 299, etc.;χλανίδες Hermipp.47.1
(anap.);οὔλη λάχνη Il.10.134
;χιτὼν οὔλων ἐρίων Ar.Ra. 1067
;εἱμάτιον IG5(1).1390.21
(Andania, i B. C.); οὖλαι κόμαι crisp, close-curling hair, Od.6.231, 23.158, cf. Luc.Im.5;βόστρυχος οὖλος AP6.201
(Marc. Arg.); οὐλότατον τρίχωμα, of the crisp, woolly hair of the negro, Hdt.7.70; also of persons,οὖλος ἐθείραις Ἕσπερος Call.Del. 302
; σελίνων οὐλοτέρη, of a girl, AP5.120 (Phld.);τοῖς τριχώμασιν οὖλοι D.S.3.8
; of sheep, ;ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φορεῖν Com.Adesp. 208
.2 of plants, twisted, twined, curly, crinkled,ἴων κορωνίδες οὖλαι Stesich.29
; οὔλης.. σκολιὸν πλέγμα.,. ἕλικος, of the vine, Simon.183. 2;σέλινον Hp.Mul.2.181
;φύλλον Thphr.HP9.4.3
;θρίδακες AP9.412
(Phld.): neut. pl. as Adv., of smoke, curling,οὖλα κυλινδόμενον Call. Fr.1.41P.
3 of wood, compact, tough, close-grained, Thphr.HP3.11.1,4.2.7, 5.3.7, Ph.Bel.66.51;ξύλα οὔλας ἔχοντα συστροφάς Thphr. HP5.5.1
; δένδρον -ότερον τῇ ὄψει ib.3.9.6; οὖ. ὄστρακον tough, Babr. 115.10: hence metaph., like πυκνός, of speech, compact, concise, ; of dancing, rapid, in quick tempo,πόδεσσι οὖλα κατεκροτάλιζον Call.Dian. 247
, cf. Jou.52; of rowing, Id.Epigr.6.5; and so perh. οὖλον κεκλήγοντες uttering quick (frequent) cries, Il.17.756, 759, cf. Sch. T and Eust.ad loc.; v. οὖλος (C). (Perh. cogn. with εἴλλω 'pack tightly together'.)------------------------------------A = ὀλοός, destructive, baneful, cruel, epith. of Ares, Il.5.461, 717; of Achilles, 21.536; ; ;οὖλος Ὄνειρος Il.2.6
,8; cruel,Ἔρως A.R.3.297
, 1078.2 οὖλον κεκλήγοντες, of the death-cry of birds flying from the hawk, Il. 17.756, 759 (but v. οὖλος (B) 3 fin.); so laterοὖλον γεράνων νέφος AP 7.543
; οὖλον ἀείδειν ib.27 (Antip. Sid.);κνυζηθμὸν κυνὸς οὖλον Nic. Th. 671
.------------------------------------οὖλος (D), ὁ,A corn-sheaf, = ἴουλος 11 (q.v.), Hsch.: hence, a cry or song in honour of Demeter, who was herself from this word named [full] Οὐλώ, Semus 19, Did. ap. Sch.A.R.1.972.
См. также в других словарях:
συστρέφω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [στρέφω] στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του, τό στρίβω αρχ. 1. (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον», Πλάτ.) 2. στρέφω κάτι απότομα 3. ενώνω, συνάπτω, συνδέω 4. συνάγω,… … Dictionary of Greek
ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… … Dictionary of Greek
φάλαγγας — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. βασανιστήριο, κατά το οποίο τα πόδια τού βασανιζόμενου δένονται ανάμεσα σε δύο ξύλα και δέχονται στα πέλματα χτυπήματα με ράβδο ή άλλο σκληρό αντικείμενο 2. το όργανο που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή τού βασανιστηρίου αυτού… … Dictionary of Greek